- αλίβροχος
- ἁλίβροχος, -ον (Α)αυτός που βρέχεται από τη θάλασσα, αλίβρεκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἅλς) + βρέχω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλίβροχον — ἁλίβροχος masc/fem acc sg ἁλίβροχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίβροχοι — ἁλίβροχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίβρεκτος — ον (Α ἁλίβρεκτος) ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω] … Dictionary of Greek
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek